Greek Meaning of mediacy

διαμεσολάβηση

Other Greek words related to διαμεσολάβηση

Definitions and Meaning of mediacy in English

Wordnet

mediacy (n)

the quality of being mediate

Webster

mediacy (n.)

The state or quality of being mediate.

FAQs About the word mediacy

διαμεσολάβηση

the quality of being mediateThe state or quality of being mediate.

κεντρικός,στα μισά του δρόμου,μεσάζοντας,μέσος,διάμεσος,μέση,ισαπέχων,μεσαίο,μέσο,μέση

ακραίο,πιο μακριά,πιο μακριά,εξωτερικός,εξωτερικότατος,περιφερικός,πιο απομακρυσμένο,Ακρότατο,Πιο μακρινός,Πιο μακρινό

media guru => γκουρού των μέσων, media consultant => σύμβουλος ΜΜΕ, media => μέσα ενημέρωσης, medgar wiley evers => Μεντγκαρ Γουάιλι Έβερς, medgar evers => Μέντγκαρ Έβερς,