Greek Meaning of mathematic

μαθηματικά

Other Greek words related to μαθηματικά

Definitions and Meaning of mathematic in English

Webster

mathematic (a.)

See Mathematical.

FAQs About the word mathematic

μαθηματικά

See Mathematical.

ακριβής,ακριβής,αυστηρός,προσεκτικός,κοντά,Σωστό,ορισμένος,λεπτός,ακριβές,καλό

κατά προσέγγιση,Χοντρός,ΨΕΥΔΕΣ,ανακριβής,εσφαλμένος,Ανεπαρκής,τραχύς,γύρος,λάθος,απρόσεκτος

math teacher => Καθηγητής Μαθηματικών, math => μαθηματικά, matfelon => ματελόνα, matey => Φίλος, mates => φίλοι,