FAQs About the word maternally

μητρικά

in a maternal manner; as a motherIn a motherly manner.

θηλυκός,μητέρα,μητρικός,γονικός,θηλυκό,φροντιστικός,μητριαρχικός,μητριαρχικός,θρεπτικός,θηλυκός

No antonyms found.

maternalistic => μητρικός, maternalism => μητριαρχία, maternal-infant bonding => Μητρικός-βρεφικός δεσμός, maternal quality => Μητρική ποιότητα, maternal language => Μητρική γλώσσα,