Greek Meaning of male-
αρσενικός
Other Greek words related to αρσενικός
Nearest Words of male-
Definitions and Meaning of male- in English
male- ()
See Mal-.
FAQs About the word male-
αρσενικός
See Mal-.
αρσενικός,σε ανθρώπινο μέγεθος,Ανδρικός,ανδροπρεπής,αμαζόνιος,αγορίστικος,μπουτς,Χνουδωτός,άτακτη,Υπεράνδρας
θηλυπρεπής,θηλυκός,κοριτσίστικος,μαλάκας,Ανάρμοστος, ανάρμοστα,ανέξοδος,θηλυκός,ανδρόγυνος,ευνουχισμένος,ανίκανος
male => Άνδρας, maldon => Μάλντον, maldivian => μαλδαβάς, maldives => Μαλδίβες, maldive islands => Μαλδίβες,