FAQs About the word love-making

Definition not available

Courtship.

σχέσεις,εμπόριο,σύζευξη,αναπαραγωγή,σαρκικότητα,συνέδριο,ερωτοτροπία,Ξεκινώντας

No antonyms found.

lovely => όμορφος, lovelorn => ερωτευμένος, lovelock => Λοβέλοκ, lovell => Λόβελ, loveliness => ομορφιά,