FAQs About the word carnality

σαρκικότητα

feeling morbid sexual desire or a propensity to lewdnessThe state of being carnal; fleshly lust, or the indulgence of lust; grossness of mind.

Απληστία,Ηδονισμός,διάλυση,αδηφαγία,υπερβολή,ασυδοσία,αρπακτικότητα,αρπακτικότητα,αδηφαγία,Συβαριτισμός

αποχή,εγκράτεια,ασκητισμός,Νηφαλιότητα

carnal knowledge => Σαρκική γνώση, carnage => Σφαγή, carmot => αυτοκίνητο χωρίς οδηγό, carminic => Καρμινικό, carmine => καρμίν,