Greek Meaning of lithely
ευκίνητα
Other Greek words related to ευκίνητα
Nearest Words of lithely
Definitions and Meaning of lithely in English
lithely (adv.)
In a lithe, pliant, or flexible manner.
FAQs About the word lithely
ευκίνητα
In a lithe, pliant, or flexible manner.
ευέλικτος,μαλακός,εύκαμπτος,εύπλαστος,πλαστικό,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος,λυγερός,προσαρμοστικός,εύκαμπτος
άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,εύθραυστος,εύθραυστος,ανελαστικό,αμετάπειστος,εύθραυστος,άκαμπτος
lithe-bodied => Ευλύγιστος, lithe => ευλύγιστος, lithate => Ουράτες, lithargyrum => Λιθαργύριον, litharge => χυσοκόλληση,