Greek Meaning of intolerantly
ανεκτικά
Other Greek words related to ανεκτικά
Nearest Words of intolerantly
Definitions and Meaning of intolerantly in English
intolerantly (r)
in an intolerant manner
in a narrow-minded manner
intolerantly (adv.)
In an intolerant manner.
FAQs About the word intolerantly
ανεκτικά
in an intolerant manner, in a narrow-minded mannerIn an intolerant manner.
παραπονούμενος,Ανυπόμονος,αδιάλλακτος,αμείλικτος,γκρινιάρης,γκρίνια,διαμαρτυρόμενος,αμετάπειστος,παράπονο
μόνιμος,ανθεκτικός,ασθενής,ανεκτικός,Αποδεκτός,ανεκτικός,συγχωρητικός,πρόθυμος,επιεικής,μακρόθυμος
intolerant => δυσανεκτός, intolerancy => δυσανεξία, intolerance => δυσανεξία, intolerably => ανυπόφορα, intolerable => ανυπόφορος,