FAQs About the word intolerantly

ανεκτικά

in an intolerant manner, in a narrow-minded mannerIn an intolerant manner.

παραπονούμενος,Ανυπόμονος,αδιάλλακτος,αμείλικτος,γκρινιάρης,γκρίνια,διαμαρτυρόμενος,αμετάπειστος,παράπονο

μόνιμος,ανθεκτικός,ασθενής,ανεκτικός,Αποδεκτός,ανεκτικός,συγχωρητικός,πρόθυμος,επιεικής,μακρόθυμος

intolerant => δυσανεκτός, intolerancy => δυσανεξία, intolerance => δυσανεξία, intolerably => ανυπόφορα, intolerable => ανυπόφορος,