Greek Meaning of indoctrination
indoctrination
Other Greek words related to indoctrination
- εκπαίδευση
- διδάσκω
- διδάσκω
- μάθημα
- σχολείο
- τρένο
- κατηχώ
- προπονητής
- Άσκηση
- οικοδομώ
- φωτίζω
- εξοικειώνω
- κατάλληλο
- έδαφος
- οδηγός
- εξουσιοδοτώ
- μεταδίδω
- εμφύτευμα
- εμπεδώνω
- πληροφορώ
- ενσταλάζω
- εμφυσώ
- εισάγω
- μόλυβδος
- διάλεξη
- Μέντορας
- διδάσκω ηθική
- κηρύσσειν
- ετοιμάζω
- πρώτος αριθμός
- πληροί τις προϋποθέσεις
- επανεκπαιδεύω
- ανταρτοδουλεύω
- Δάσκαλος
Nearest Words of indoctrination
- indo-do-chinese languages => Ινδοκινεζικές γλώσσες
- indo-english => ινδοαγγλική
- indo-european => Ινδο-Ευρωπαϊκός
- indo-european language => Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα
- indogen => ενδογενής
- indogenide => ενδογενής
- indo-germanic => ινδοευρωπαϊκός
- indo-hittite => ινδοχιττίτης
- indoin => ινδουιστής
- indo-iranian => ινδοϊρανικός
Definitions and Meaning of indoctrination in English
indoctrination (n)
teaching someone to accept doctrines uncritically
indoctrination (n.)
The act of indoctrinating, or the condition of being indoctrinated; instruction in the rudiments and principles of any science or system of belief; information.
FAQs About the word indoctrination
Definition not available
teaching someone to accept doctrines uncriticallyThe act of indoctrinating, or the condition of being indoctrinated; instruction in the rudiments and principles
εκπαίδευση,διδάσκω,διδάσκω,μάθημα,σχολείο,τρένο,κατηχώ,προπονητής,Άσκηση,οικοδομώ
No antonyms found.
indoctrinating => διδασκαλία δογμάτων, indoctrinated => διδαγμένος, indoctrinate => διδάσκω, indocin => Ινδοσίνη, indocility => ανημερότητα,