FAQs About the word impotencies

Definition not available

impotence

αδυναμίες

όπλα,αρχές,συμπλέκτης,εντολές,στοιχεία ελέγχου,ντομίνιον,λαβές,επιρροές,εξουσίες,βασιλεύει

impostures => απατεώνες, imposts => φόροι, impostors => απατεώνες, impositions => επιβολές, imposing (on or upon) => επιβάλλω (σε ή σε),