FAQs About the word impoverishes

Φτωχαίνει

to use up the strength or richness of, to deprive of strength, richness, or fertility by depleting or draining of something essential, to make poor

χρεοκόποι,ζητιάνοι,μειώνει,ερείπια,διαλείμματα,Προτομές,καθαρίζει (έξω),εξαλείφει

εμπλουτίζει

impostures => απατεώνες, imposts => φόροι, impostors => απατεώνες, impositions => επιβολές, imposing (on or upon) => επιβάλλω (σε ή σε),