Greek Meaning of hemmed and hawed
δίστασε και ψέλλισε
Other Greek words related to δίστασε και ψέλλισε
- Μιλάω με υπεκφυγές
- διστακτικός
- σοκαρισμένος
- Βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο επιλογές
- ξεγλιστράει
- μιλάω με περιστροφές
- αποφύγω
- σκύβω
- αμφίβολος
- αποφεύγω
- πλαστογραφημένος
- περιφραγμένο
- διαστρέβλωσε
- διστακτικός
- παρακάμφθηκε
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- παρακάμπτω
- απέφυγε
- απέφυγε
- άλλαξε γνώμη
- διαφωνούσε
- αποφύγω
- απέφευξα
- απέφυγε
- φουστα
- γιο-γιο
Nearest Words of hemmed and hawed
Definitions and Meaning of hemmed and hawed in English
hemmed and hawed
to take a long time before making a decision about what to do, to stop often and change what one is saying during speech because one is not sure of what to say or because one is trying to avoid saying something
FAQs About the word hemmed and hawed
δίστασε και ψέλλισε
to take a long time before making a decision about what to do, to stop often and change what one is saying during speech because one is not sure of what to say
Μιλάω με υπεκφυγές,διστακτικός,σοκαρισμένος,Βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο επιλογές,ξεγλιστράει,μιλάω με περιστροφές,αποφύγω,σκύβω,αμφίβολος,αποφεύγω
No antonyms found.
hemmed (in) => εγκλωβισμένος (στην), hemispheres => ημισφαίρια, hem (in) => Κάτω ραφή, helter-skelters => ακατάστατα, helps => βοηθάει,