Greek Meaning of helpers
βοηθοί
Other Greek words related to βοηθοί
- υπασπιστές
- βοηθοί
- το AIDS
- μαθητευόμενοι
- βοηθοί
- Βουλευτές
- συμπληρώματα
- Συνεργάτες
- εργαζόμενοι
- βοηθοί
- υπολοχαγοί
- υπηρέτριες
- υπηρέτες
- παρέες
- συνοδοί
- βοηθητικά
- Εργαζόμενοι
- υπηρέτριες
- υπηρέτριες
- χέρια
- βοήθεια
- βοηθοί
- μισθοφόροι
- εργάτες
- αγγελιοφόροι
- υπηρέτριες
- φίλοι
- δεξιά χέρια
- βοηθοί κουζίνας
- Υφιστάμενοι
- βαλτολίμνιο
- υφισταμένων
- εργάτες
Nearest Words of helpers
Definitions and Meaning of helpers in English
helpers
one that helps, a person who helps a more skilled person, a relatively unskilled worker who assists a skilled worker usually by manual labor
FAQs About the word helpers
βοηθοί
one that helps, a person who helps a more skilled person, a relatively unskilled worker who assists a skilled worker usually by manual labor
υπασπιστές,βοηθοί,το AIDS,μαθητευόμενοι,βοηθοί,Βουλευτές,συμπληρώματα,Συνεργάτες,εργαζόμενοι,βοηθοί
No antonyms found.
helots => εἵλωτες, helo => Γεια σας, hells => κόλαση, hell-raising => διαβολικός, hellos => γεια,