FAQs About the word fiancee

αρραβωνιαστικιά

a woman who is engaged to be marriedA betrothed woman.

αγόρι,αρραβωνιαστικός,φίλη,εραστής,Θαυμάστρια,αρραβωνιασμένος/αρραβωνιασμένη,νύφη,γαμπρός,σκοπούμενος,όμορφος

No antonyms found.

fiance => αρραβωνιαστικός, fiacre => άμαξα, fhlmc => Ομοσπονδιακή εταιρεία στεγαστικών δανείων (FHLMC), fha => FHA, fez => φέσι,