Greek Meaning of extendedly
διευρυμένη
Other Greek words related to διευρυμένη
Nearest Words of extendedly
- extended time scale => Εκτεταμένη χρονική κλίμακα
- extended order => Εκτεταμένη παραγγελία
- extended family => διευρυμένη οικογένεια
- extended care facility => Κέντρο διευρυμένης φροντίδας
- extended => διευρυμένο
- extendant => επεκτάτης
- extendable => εκτεινόμενος
- extend to => εκτείνεται
- extend oneself => καταπονείστε
- extend => επεκτείνω
Definitions and Meaning of extendedly in English
extendedly (adv.)
In an extended manner.
FAQs About the word extendedly
διευρυμένη
In an extended manner.
εικονικός,μεταφορικός,μεταφορικός,μεταφορικός,συμβολικό,συμβολικός,τροπικός,αισωπικός,Αλληγορικός,Καταχρηστικός
κυριολεκτικός,μη εικονιστικός,χωρίς μεταφορά,μη συμβολικό
extended time scale => Εκτεταμένη χρονική κλίμακα, extended order => Εκτεταμένη παραγγελία, extended family => διευρυμένη οικογένεια, extended care facility => Κέντρο διευρυμένης φροντίδας, extended => διευρυμένο,