Greek Meaning of exclusiveness
exclusiveness
Other Greek words related to exclusiveness
Nearest Words of exclusiveness
- exclusively => αποκλειστικά
- exclusive right => αποκλειστικό δικαίωμα
- exclusive => αποκλειστικός
- exclusionist => αποκλειστικός
- exclusionism => αποκλειστικότητα
- exclusionary rule => Κανόνας αποκλεισμού
- exclusionary => αποκλειστικός
- exclusion principle => αρχή αποκλεισμού
- exclusion => εξαίρεση
- excluding => εξαιρουμένων
Definitions and Meaning of exclusiveness in English
exclusiveness (n)
tendency to associate with only a select group
exclusiveness (n.)
Quality of being exclusive.
FAQs About the word exclusiveness
Definition not available
tendency to associate with only a select groupQuality of being exclusive.
Μόνος,προσωπικός,αποκλειστική ιδιοκτησία,ανύπαντρος,μη μοιρασμένο,ιδιωτικό
κοινός,κοινοτικός,συνεταιρισμός,άρθρωση,πολλαπλές,αμοιβαίος,μη αποκλειστικό,Δημόσιος,συγκεντρωμένος,κοινός
exclusively => αποκλειστικά, exclusive right => αποκλειστικό δικαίωμα, exclusive => αποκλειστικός, exclusionist => αποκλειστικός, exclusionism => αποκλειστικότητα,