FAQs About the word diluteness

αραίωση

The quality or state of being dilute.

αραιωμένο,λεπτός,αραιωμένος,Αδύναμος,Νοθευμένο,ξεθωριασμένος,Αραιωμένος,Υδαρής,εξασθενημένος

πλούσιος,δυνατός,συμπυκνωμένος,Συμπυκνωμένο,εμπλουτισμένο,οχυρωμένος,Γεμάτο στο σώμα,εξατμισμένος

diluted => αραιωμένο, dilute => Αραίωση, dilutant => Αραίωμα, diluent => αραιωτικό, dilucidation => διευκρίνιση,