Greek Meaning of diluteness
αραίωση
Other Greek words related to αραίωση
Nearest Words of diluteness
Definitions and Meaning of diluteness in English
diluteness (n.)
The quality or state of being dilute.
FAQs About the word diluteness
αραίωση
The quality or state of being dilute.
αραιωμένο,λεπτός,αραιωμένος,Αδύναμος,Νοθευμένο,ξεθωριασμένος,Αραιωμένος,Υδαρής,εξασθενημένος
πλούσιος,δυνατός,συμπυκνωμένος,Συμπυκνωμένο,εμπλουτισμένο,οχυρωμένος,Γεμάτο στο σώμα,εξατμισμένος
diluted => αραιωμένο, dilute => Αραίωση, dilutant => Αραίωμα, diluent => αραιωτικό, dilucidation => διευκρίνιση,