Greek Meaning of deucedly

διαβολεμένα

Other Greek words related to διαβολεμένα

Definitions and Meaning of deucedly in English

Wordnet

deucedly (r)

(used as intensives) extremely

FAQs About the word deucedly

διαβολεμένα

(used as intensives) extremely

φρικτός,ανατιναγμένη,καταραμένος,καταραμένος,γαμημένο,σάπιο,φοβερός,καταραμένος,καταραμένος,γλουτοί

αξιέπαινος,αξιόπιστος,μεγάλος, καταπληκτικός,αξιέπαινος,θαυμάσιος,υπέροχος,θαυμαστός,αξιέπαινος

deuced => Καταραμένος, deuce-ace => δυάρι-άσος, deuce => εικοσιπέντε, detusk => αφαίρεση χαυλιοδόντων, deturpation => παραμόρφωση,