FAQs About the word deuterogamist

δευτερογαμιστής

One who marries the second time.

No synonyms found.

No antonyms found.

deuterocanonical => δευτεροκανονικοί, deuterium oxide => Οξείδιο του δευτερίου, deuterium => Δευτέριο, deuteranopic => δυτερανοπικός, deuteranopia => Δευτερανωμαλία,