Greek Meaning of cuirassier
cuirassier
Other Greek words related to cuirassier
- καραμπινιέρος
- καβαλάρης
- Ιππέας
- Δραγώνος
- Πεζοναύτης
- στρατιώτης
- Πυροβολητής
- Πυροβολητής
- Καραμπινιέρος
- κομάντο
- ομοσπονδιακός
- Πεζός στρατιώτης
- Πεζός στρατιώτης
- Πόδας
- μουρμούρα
- Λεγεωνάριος
- λεγεωνάριος
- οπλίτης
- Θαλάσσιος
- μουσκετερος
- επιδρομέας
- Δασοφύλακας
- Σκοπευτής
- τεχνικός συντήρησης
- εργαζόμενη υπηρεσιών
- στρατιώτης
- πολεμιστής
- Τοξότης
- ηπειρωτικός
- Τοξότης
- Πρόσωπο σκύλου
- ομοσπονδιακός
- μαχητής
- γι
- φρουρός
- Πυροβολητής
- πεζοναύτης
- Λογχοφόρος
- Πολιτοφύλακας
- Εθνοφύλακας
- Ολμοβόλος
- δόρυφορος
- τακτικός
- ακοντιστής
Nearest Words of cuirassier
Definitions and Meaning of cuirassier in English
cuirassier (n)
a cavalryman equipped with a cuirass
cuirassier (n.)
In modern armies, a soldier of the heaviest cavalry, wearing a cuirass only when in full dress.
FAQs About the word cuirassier
Definition not available
a cavalryman equipped with a cuirassIn modern armies, a soldier of the heaviest cavalry, wearing a cuirass only when in full dress.
καραμπινιέρος,καβαλάρης,Ιππέας,Δραγώνος,Πεζοναύτης,στρατιώτης,Πυροβολητής,Πυροβολητής,Καραμπινιέρος,κομάντο
Πολίτης
cuirass => Θώρακας, cuir bouilli => Βρασμένο δέρμα, cui bono => Ποιος ωφελείται;, cufflink => Γκέτες, cuff => μανσέτα,