Greek Meaning of clansman

μέλος της φυλής

Other Greek words related to μέλος της φυλής

Definitions and Meaning of clansman in English

Wordnet

clansman (n)

a member of a clan

Webster

clansman (n.)

One belonging to the same clan with another.

FAQs About the word clansman

μέλος της φυλής

a member of a clanOne belonging to the same clan with another.

Απόγονος,συγγενής,απόγονος,απόγονοι,σχετικός,Εμβόλιο,γέννα,κλάνος,Απόγονος,δυναστεία

γέννηση,κατάβαση,εκχύλιση,προέλευση,καταγωγή (katagogí),Γενεαλογικό δέντρο

clanship => κλανισμός, clannishness => συντεχνιακό πνεύμα, clannishly => Φυλετικά, clannish => κυνηγητικός, clan-na-gael => Κλαν να Γκαέλ,