Greek Meaning of clannishness
συντεχνιακό πνεύμα
Other Greek words related to συντεχνιακό πνεύμα
Nearest Words of clannishness
Definitions and Meaning of clannishness in English
clannishness (n)
tendency to associate with only a select group
FAQs About the word clannishness
συντεχνιακό πνεύμα
tendency to associate with only a select group
Κλίκα,κλίκας,Συσπειρωμένος,γνώριμος,φιλικός,κόλπος,φιλαράκια,κοντά,αποκλειστικός,Αιμομικτικός
δεκτικός,φιλόξενος
clannishly => Φυλετικά, clannish => κυνηγητικός, clan-na-gael => Κλαν να Γκαέλ, clankless => ησύχαστος, clanking => κρότος,