FAQs About the word circumambulating

περιφορά

to circle on foot especially ritualistically

διασταύρωση,εγκάρσιος,κυκλοφορία,περικύκλωση,υφιστάμενο τροχιά,περιπλανώμενος,κουδούνισμα.,κυκλοφορία,πλέοντας,παρακάμπτοντας

No antonyms found.

circumambulated => Περιέτρεξε, circulations => κυκλοφορίες, circulated => Κυκλοφορεί, circulars => εγκύκλιοι, circularizing => κυκλοφορώντας,