Greek Meaning of chokehold
στραγγαλισμός
Other Greek words related to στραγγαλισμός
- χέρι
- συμπλέκτης
- εντολή
- έλεγχος
- λαβή
- κρατώ
- κυριότητα
- διαχείριση
- κυριαρχία
- Σκήπτρο
- ταλάντευση
- εξαγορά
- άνοδος
- κυριαρχία
- αυθεντία
- κατεύθυνση
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- περιοχή
- Ηγεμονία
- σημασία
- Δικαιοδοσία
- ίσως
- κυριαρχία
- επικράτηση
- προτεραιότητα
- προνόμιο
- τραβώ
- βασιλεία
- κυριαρχία
- Υπεροχή
- άνοδος
- Ανάληψη
- επιρροή
- Ο eminence
- Αυτοκρατορία
- στιγμή
- υπεροχή
- προνόμιο
- δεξιά
- Κυριαρχία
- Ανωτερότητα
- βάρος
Nearest Words of chokehold
Definitions and Meaning of chokehold in English
chokehold (n)
complete power over a person or situation
a restraining hold; someone loops the arm around the neck of another person in a tight grip, usually from behind
FAQs About the word chokehold
στραγγαλισμός
complete power over a person or situation, a restraining hold; someone loops the arm around the neck of another person in a tight grip, usually from behind
χέρι,συμπλέκτης,εντολή,έλεγχος,λαβή,κρατώ,κυριότητα,διαχείριση,κυριαρχία,Σκήπτρο
αδυναμία,αδυναμία,ανικανότητα
choke-full => Γεμάτο, chokedar => φύλακας, chokedamp => Ασφυξιογόνο αέριο, choked => πνιγμένος, chokecherry tree => Άγρια κερασιά,