Greek Meaning of charlie
Τσάρλι
Other Greek words related to Τσάρλι
- τρελός
- Μπερκ
- Μπλόκχεντ
- Σούλα (Soula)
- μπιέλα
- κούκος
- Τολμηρός
- Σύμβολο
- ντινγκ-ντονγκ
- δείκτης στάθμης λαδιού
- γάιδαρος
- κούκλα
- git
- Χήνα
- πίθηκος
- Δαμοκλής
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- Παξιμάδι
- Τρελός
- Γαλοπούλα
- Ντινγκ-ντονγκ
- ξέμπαρκος
- Σίμπος
- κουτόφραγκος
- μυαλό πουλιού
- Χαρακτήρας
- γέρος
- Τρελός
- Ντόντο
- ναρκωτικό
- Αλτήρας
- ανόητος
- εξαπατώ
- Χήνος
- μπάχαλος
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- μάγειρας
- θέατρο
- τρελός
- Τρελαμένη
- χλευασμός
- εκκεντρικός
- Αφηρημένος
- άσχετος
- κλώνος
- αδέξιος
- απόθεμα
- παράξενος
- γιο-γιο
- τρελός
- μια ελαφρόμυαλη
- αλήτης
- αλήτης
- Απρόσεκτος
Nearest Words of charlie
- charley-horse => Κράμπα
- charley horse => Κράμπα
- charlestown navy yard => Ναύσταθμος του Τσαρλσταουν
- charlestown => Τσάρλεστον
- charleston => Τσάρλεστον
- charles's wain => Αρκούδα
- charles's law => Νόμος του Κάρολου
- charles william post => Τσαρλς Ουίλιαμ Ποστ
- charles wilkes => Τσαρλς Γουίλκς
- charles wesley => Τσαρλς Γουέσλι
- charlie chaplin => Τσάρλι Τσάπλιν
- charlie parker => Τσάρλι Πάρκερ
- charlock => Μουστάρδα
- charlotte => Σάρλοτ
- charlotte anna perkins gilman => Σάρλοτ Άννα Πέρκινς Γκίλμαν
- charlotte bronte => Σάρλοτ Μπροντέ
- charlotte corday => Σαρλότ Κορντέ
- charlotte russe => Σαρλότ ρουσ
- charlottetown => Σάρλοτ Τάουν
- charm => γοητεία
Definitions and Meaning of charlie in English
charlie (n.)
A familiar nickname or substitute for Charles.
A night watchman; -- an old name.
A short, pointed beard, like that worn by Charles I.
As a proper name, a fox; -- so called in fables and familiar literature.
FAQs About the word charlie
Τσάρλι
A familiar nickname or substitute for Charles., A night watchman; -- an old name., A short, pointed beard, like that worn by Charles I., As a proper name, a fox
τρελός,Μπερκ,Μπλόκχεντ,Σούλα (Soula),μπιέλα,κούκος,Τολμηρός,Σύμβολο,ντινγκ-ντονγκ,δείκτης στάθμης λαδιού
Εγκέφαλος,διάνοια,σοφός,στοχαστής
charley-horse => Κράμπα, charley horse => Κράμπα, charlestown navy yard => Ναύσταθμος του Τσαρλσταουν, charlestown => Τσάρλεστον, charleston => Τσάρλεστον,