Greek Meaning of carousing
μέθυσος
Other Greek words related to μέθυσος
- Φιλικότητα
- σκανταλιά
- χαρά
- χαρά
- ξεκαρδιστικότητα
- Χαρά
- Χαρά
- Διασκέδαση
- απολαμβάνοντας
- εορτάζοντας
- γλέντι
- ατίθαση
- δραστηριότητα
- Μπιντζ
- εορτής
- περιπέτεια
- σκανδαλίζω
- Σκαρθί
- Χόμπι
- πικνίκ
- γλεντάω
- ταραχή
- άτακτο παιχνίδι
- Αγοραστική φρενίτιδα
- ουαου
- ευχαρίστηση
- εκτροπή
- ψυχαγωγία
- ψυχαγωγία
- απόδραση
- διασκέδαση
- διασκέδαση
- παιχνίδι
- γέλιο
- ευχαρίστηση
- Αναψυχή
- διασκεδάζω
- κραυγή
- Φονιάς χρόνου
Nearest Words of carousing
Definitions and Meaning of carousing in English
carousing (s)
used of riotously drunken merrymaking
carousing (p. pr. & vb. n.)
of Carouse
carousing (a.)
That carouses; relating to a carouse.
FAQs About the word carousing
μέθυσος
used of riotously drunken merrymakingof Carouse, That carouses; relating to a carouse.
Φιλικότητα,σκανταλιά,χαρά,χαρά,ξεκαρδιστικότητα,Χαρά,Χαρά,Διασκέδαση,απολαμβάνοντας,εορτάζοντας
βαρετός,καταθλιπτικό,σύρετε,απογοήτευση,χαρμπαλάς,Χαλασοκόσμος
carouser => Κόπανος, carousel => καρουζέλ, caroused => γλέντησε, carouse => πανηγυρίζω, carousal => καρουζέλ,