Greek Meaning of cabbed
καμπίνα
Other Greek words related to καμπίνα
- μεταφέρθηκε με λεωφορείο
- Μεταφέρθηκε με λεωφορείο
- προπονημένος
- πλεύρισε
- οδήγησε
- πέταξε
- μεγαλοπρεπής
- αεριώθηση
- μετανάστευσε
- Κινητήρας
- πλοηγήθηκε
- rode
- κυλήθηκε
- έπλευσε
- κύλησε
- Αχυροκαλύβωμα
- πήδησε
- ταξίδεψε
- ταξίδεψε
- περιδιαβαίνειν
- ταξίδι στον αυτοκινητόδρομο
- περιπλανήθηκε
- περιπλανήθηκαν
- περιηγήθηκε
- περιπλανήθηκε
- ταξίδεψε
- Έκανε πεζοπορία
- περιπλανήθηκε
- περιφερόμενος
- περιπλανηθεί
- κουρασμένος
- προσκύνημα
- έλεγε ασυναρτησίες
- ταξίδεψε
- σκόνταψε
- ταξίδεψε
Nearest Words of cabbed
Definitions and Meaning of cabbed in English
cabbed
a similar light closed carriage (such as a hansom), to travel in a cab, an ancient Hebrew unit of capacity equal to about two quarts (2.2 liters), the part of a locomotive that houses the engineer and operating controls, taxicab, a comparable shelter (as on a truck) housing operating controls, cabriolet, cabernet sauvignon, a carriage for hire
FAQs About the word cabbed
καμπίνα
a similar light closed carriage (such as a hansom), to travel in a cab, an ancient Hebrew unit of capacity equal to about two quarts (2.2 liters), the part of a
μεταφέρθηκε με λεωφορείο,Μεταφέρθηκε με λεωφορείο,προπονημένος,πλεύρισε,οδήγησε,πέταξε,μεγαλοπρεπής,αεριώθηση,μετανάστευσε,Κινητήρας
No antonyms found.
cabanas => καλύβες, cabals => ίντριγκες, caballeros => ιππότες, caïques => καγιάκ, caïque => Κακατού,