Greek Meaning of bypast

παράκαμψη

Other Greek words related to παράκαμψη

Definitions and Meaning of bypast in English

Wordnet

bypast (s)

well in the past; former

FAQs About the word bypast

παράκαμψη

well in the past; former

παρελθόν,καταργημένος,ληγμένο,εξαφανισμένος,πήγε,εξαφανίστηκε,νεκρός,αποθανών,έγινε,ξεθωριασμένος

ενεργός,ζωντανός,υπάρχον,υπαρκτό,υφιστάμενος,ζωντανό,δυναμικός ,ακμάζων,Ζωηρός

by-passage => Διέλευση, bypass condenser => Διμεταγωγέας συμπυκνωτής, bypass capacitor => Παράκαμψη πυκνωτή, by-pass => παράκαμψη, bypass => παράκαμψη,