Greek Meaning of bodying
ενσάρκωση
Other Greek words related to ενσάρκωση
Nearest Words of bodying
- bodyguard => σωματοφύλακας
- bodybuilding => Σωματική διάπλαση
- bodybuilder => Σκιτσογράφος
- body-build => σωματική διάπλαση
- body weight => βάρος σώματος
- body waste => Απόβλητα σώματος
- body type => τύπος σώματος
- body temperature => Θερμοκρασία σώματος
- body suit => μπόντι
- body substance => σωματική ουσία
Definitions and Meaning of bodying in English
bodying (p. pr. & vb. n.)
of Body
FAQs About the word bodying
ενσάρκωση
of Body
ενσωματώνοντας,εκφράζοντας,ενσωματώνοντας,παραδειγματικός,εξωτερίκευση,εικονογραφική,ενσαρκώνοντας,τυποποίηση,εκδήλωση,υλοποιούμενο
αποσάρκωση
bodyguard => σωματοφύλακας, bodybuilding => Σωματική διάπλαση, bodybuilder => Σκιτσογράφος, body-build => σωματική διάπλαση, body weight => βάρος σώματος,