Greek Meaning of boatful

Ένα γεμάτο σκάφος

Other Greek words related to Ένα γεμάτο σκάφος

Definitions and Meaning of boatful in English

Webster

boatful (n.)

The quantity or amount that fills a boat.

FAQs About the word boatful

Ένα γεμάτο σκάφος

The quantity or amount that fills a boat.

κανό,Καγιάκ,Σχεδία,πλοίο,Γιοτ,φορτηγίδα,Καταμαράν,χειροτεχνία,καταδρομικό,κόφτης

No antonyms found.

boater => Καπελάκι των καπεταναίων, boated => κωπηλατώ, boatbuilder => Κατασκευαστής σκαφών, boat-billed heron => μεγαλοσφυριάς, boatbill => καραβάκι,