Greek Meaning of besetment
πολιορκία
Other Greek words related to πολιορκία
- βασανίζω
- πολιορκώ
- διώκω
- πανούκλα
- βασανίζομαι
- αγωνία
- βασανίζω
- ενοχλώ
- Κατάρα
- άροτρο
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- πρόβλημα
- επιδεινώνω
- αναταράζω
- ενοχλώ
- ασβός
- Σφάλμα
- τρίβω
- μεζούρα
- δυσφορία
- ταράζω
- ανησυχία
- δυσφορία
- ενοχλώ
- σκύλος
- ερεθίζω
- βασανιστικός
- ταραχή
- χολή
- Σχάρα
- θρηνώ
- παράπονο
- Παρακώλυση
- Χάρι
- κυνηγόσκυλο
- πόνος
- ερεθίζω
- ερεθίζω
- τσουκνίδα
- καταπιέζω
- καταβάλλω
- κατακλύζω
- πόνος
- εκνευρισμός
- Διαταράσσω
- ενοχλώ
- εκνευρίζω
- τσίμπημα
- καταδιώκω
- σβήνω
- ράφι
- ιππασία
- εξοργίζω
- τιμωρεί
- μαχαιριά
- τσίμπημα
- καταπόνηση
- στρες
- Απεργία
- προσπαθώ
- τυραννίζω
- αναστατωμένος
- ενοχλώ
- εκμεταλλεύομαι
- ανησυχία
- στύβω
Nearest Words of besetment
Definitions and Meaning of besetment in English
besetment (n.)
The act of besetting, or the state of being beset; also, that which besets one, as a sin.
FAQs About the word besetment
πολιορκία
The act of besetting, or the state of being beset; also, that which besets one, as a sin.
βασανίζω,πολιορκώ,διώκω,πανούκλα,βασανίζομαι,αγωνία,βασανίζω,ενοχλώ,Κατάρα,άροτρο
βοήθεια,Βοήθεια,βοήθεια,ανακουφίζω,υποκινώ,παραδίδω,Απελευθέρωση,,Άνεση,Κονσόλα
beset => περικυκλωμένος, beseen => φαίνεται, beseemly => πρέπον, beseeming => αρμόζων, beseemed => φαινόταν,