Greek Meaning of baffler
συγκεκριμένος
Other Greek words related to συγκεκριμένος
- απογοητεύω
- βαλκ
- ρυθμός
- σκάκι-ματ
- ήττα
- απογοητεύω
- Φύλλο
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- ξεπερνώ
- αποτρέπω
- σταματάω
- Ματαιώνω
- σύλληψη
- αποτρέπω
- μπάρα
- μπλοκ
- έλεγχος
- απόφραξη
- κατακτώ
- αντισταθμίζω
- Βαρύνω
- δεσμός
- προλαμβάνω
- σταματώ
- αναπηρία
- Λαγκάς
- απέχω
- αναστέλλω
- χειροπέδες
- αρνούμαι
- ουδετεροποιώ
- ακυρώνω
- εμποδίζω
- αποφεύγω
- μετατόπιση
- αποκλείω
- οπισθοχώρηση
- δεσμός
- Βραχυκύκλωμα
- περίπτερο
- δένω
- δίχτυ
- παρεμβάλλω (σε)
Nearest Words of baffler
Definitions and Meaning of baffler in English
baffler (n.)
One who, or that which, baffles.
FAQs About the word baffler
συγκεκριμένος
One who, or that which, baffles.
απογοητεύω,βαλκ,ρυθμός,σκάκι-ματ,ήττα,απογοητεύω,Φύλλο,καλάθι δώρων,εμποδίζω,εμποδίζω
πρόοδος,βοήθεια,Βοήθεια,καλλιεργώ,ενθαρρύνω,μπροστά,αναθρέφω,εφεξής,προωθώ,ευκολία
bafflement => σύγχυση, baffled => μπερδεμένος, baffle board => Προστατευτικό διάφραγμα, baffle => μπερδεύω, baffin island => Νήσος Μπάφιν,