Greek Meaning of baffler

συγκεκριμένος

Other Greek words related to συγκεκριμένος

Definitions and Meaning of baffler in English

Webster

baffler (n.)

One who, or that which, baffles.

FAQs About the word baffler

συγκεκριμένος

One who, or that which, baffles.

απογοητεύω,βαλκ,ρυθμός,σκάκι-ματ,ήττα,απογοητεύω,Φύλλο,καλάθι δώρων,εμποδίζω,εμποδίζω

πρόοδος,βοήθεια,Βοήθεια,καλλιεργώ,ενθαρρύνω,μπροστά,αναθρέφω,εφεξής,προωθώ,ευκολία

bafflement => σύγχυση, baffled => μπερδεμένος, baffle board => Προστατευτικό διάφραγμα, baffle => μπερδεύω, baffin island => Νήσος Μπάφιν,