Greek Meaning of articulately
αρθρωτά
Other Greek words related to αρθρωτά
Nearest Words of articulately
- articulateness => Αρθρότητα
- articulating => αρθρώνω
- articulatio => Άρθρωση
- articulatio coxae => Ισχιομηριαία άρθρωση
- articulatio cubiti => Αρθρωση του αγκώνος
- articulatio genus => Γόνατο
- articulatio humeri => Αρθρωση του ωμου
- articulatio plana => Επίπεδη άρθρωση
- articulatio radiocarpea => Καρπός χεριού
- articulatio spheroidea => Σφαιρική άρθρωση
Definitions and Meaning of articulately in English
articulately (r)
with eloquence
in an articulate manner
articulately (adv.)
After the manner, or in the form, of a joint.
Article by article; in distinct particulars; in detail; definitely.
With distinct utterance of the separate sounds.
FAQs About the word articulately
αρθρωτά
with eloquence, in an articulate mannerAfter the manner, or in the form, of a joint., Article by article; in distinct particulars; in detail; definitely., With
εύγλωττος,ειλικρινά,φωνητικός,εκφραστικός,άπταιστα,Λεπτός,κουβεντιάζω,εύκολος,φλύαρος,εύγλωττος
άναρθρος,διστακτικός,ανακοπή,διστακτικός,ανέκφραστος,γκρινιάρης,γκρίνια,βουβός,μουρμούρισμα,σπορά
articulated lorry => Αρθρωτό φορτηγό, articulated ladder => Αρθρωτή σκάλα, articulated => αρθρωτά, articulate => αρθρωτός, articulata => Αρθρόποδα,