Greek Meaning of apostatizing
αποστάτης
Other Greek words related to αποστάτης
Nearest Words of apostatizing
Definitions and Meaning of apostatizing in English
apostatizing (p. pr. & vb. n.)
of Apostatize
FAQs About the word apostatizing
αποστάτης
of Apostatize
Εγκατάλειψη,παραιτούμενος,abjuring,κόβοντας,εγκατάλειψη,αποκήρυξη,εγκατάλειψη,διακοπή καπνίσματος,Απορριπτικός,εγκατάλειψη
προσκολλημένος (σε),προσκολλούμενος (σε),καλλιέργεια,προσκολλημένος (σε ή με),Καλλιεργώ,Αγάπη
apostatized => μεταστράφηκε, apostatize => αποστατώ, apostatise => αποστατώ, apostatical => αποστάτης, apostatic => αποστάτης,