FAQs About the word amateurishness

Definition not available

something that demonstrates a lack of professional competency

,Δειλετταντισμός,ανικανότητα,αδεξιότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,απειρία,Απειρία,απροθυμία,Ακαμψία

εμπειρία,επαγγελματισμός,ικανότητα,ικανότητα,τέλος,Μαεστρία,Μαεστρία,γυάλισμα,επάρκεια,δεξιότητα

amateurishly => ερασιτεχνικά, amateurish => ερασιτεχνικός, amateur => ερασιτέχνης, amaterasu omikami => Αματεράσου Ομικαμί, amaterasu => Αματεράσου,