Greek Meaning of absconded (with)
Δραπέτευσε (μαζί)
Other Greek words related to Δραπέτευσε (μαζί)
Nearest Words of absconded (with)
Definitions and Meaning of absconded (with) in English
absconded (with)
No definition found for this word.
FAQs About the word absconded (with)
Δραπέτευσε (μαζί)
αιχμαλωτισμένος,αεροπειρατείας,εντυπωσιασμένος,κατάσχεται,αρπάχτηκε,ζωηρός,ενέδρα,απαχθείς,πιάστηκε,τσαλακωμένο
παραδόθηκε,λυτρωμένος,διασωθεί,επιστρεφόμενος,λυτρωμένος,αποκατεστημένος
abscond (with) => Υπεξαίρεση (με), abridgments => συνόψεις, abridgements => συντομογραφίες, abrasions => Εκδορές, abrades => εκδορές,