Greek Meaning of absented oneself
απουσίασε
Other Greek words related to απουσίασε
Nearest Words of absented oneself
- absents oneself => απών από τον εαυτό του
- absolutions => άφεσεις αμαρτιών
- absorbant => απορροφητικός
- absorptions => απορροφήσεις
- abstain (from) => απέχεται (από)
- abstained (from) => απέχεται (από)
- abstainers => Αποχές
- abstaining (from) => αποχή (από)
- abstains (from) => απέχει (από)
- abstractions => αφηρημένες έννοιες
Definitions and Meaning of absented oneself in English
absented oneself
to go or stay away from something
FAQs About the word absented oneself
απουσίασε
to go or stay away from something
έχασε,παραλείφθηκε,έσβησε,κόβω,παρέλειψε,κορυφώνω,παραμελημένος
παρακολούθησε,εμφανίστηκε (για)
absent oneself => απών, absences => απουσίες, absconds => δραπετεύει, absconding (with) => δραπέτευσε (με), absconded (with) => Δραπέτευσε (μαζί),