FAQs About the word absented oneself

απουσίασε

to go or stay away from something

έχασε,παραλείφθηκε,έσβησε,κόβω,παρέλειψε,κορυφώνω,παραμελημένος

παρακολούθησε,εμφανίστηκε (για)

absent oneself => απών, absences => απουσίες, absconds => δραπετεύει, absconding (with) => δραπέτευσε (με), absconded (with) => Δραπέτευσε (μαζί),