Greek Meaning of abider

αυτού που υπακούει

Other Greek words related to αυτού που υπακούει

Definitions and Meaning of abider in English

Webster

abider (n.)

One who abides, or continues.

One who dwells; a resident.

FAQs About the word abider

αυτού που υπακούει

One who abides, or continues., One who dwells; a resident.

κατοικώ,μένω,μένω,περιμένω,αραιώνω ,μείνω,καθυστερώ,περιμένω,τριγυρνώ,κράτα γερά

εγγύηση,διάσωση,καθαρίζω,κόβω,αναχωρείν,απόδραση,Έξοδος,Καταβαίνω,πηγαίνω,φεύγω

abide by => συμμορφώνεται με, abide => κατοικώ, abidance => Συμμόρφωσης, abid => ευσεβής, abib => Αβίβ,