Greek Meaning of zap
ζαπ
Other Greek words related to ζαπ
- μπανγκ
- χειροκρότημα
- κλιπ
- ρωγμή
- χτύπημα
- κλοτσιά
- χτυπάω
- λίρα
- γροθιά
- χτύπημα
- Χαστούκι
- χαστούκι
- Απεργία
- σάρωση
- χτύπημα
- bash
- νυχτερίδα
- ζώνη
- ρόπαλο
- Μπομπ
- μπογκ
- μποπ
- κουτί
- εξόγκωμα
- προτομή
- κόβω
- δείρω
- Ρολόι
- επιρροή
- κλικ
- σφυρί
- τσίμπημα
- Καρφί
- επικόλληση
- τσιμπάω
- χτυπάω
- σπρώχνω
- Ραπ
- ώθηση
- Σλόγκαν
- γυμνοσάλιαγκας
- τιμωρεί
- κάλτσα
- μαχαιριά
- Εγκεφαλικό επεισόδιο
- SWAT
- ετικέτα
- Βρύση
- κτύπημα
- χτύπημα
- Ράπισμα
- Ζύμη
- Φασόλι
- ρυθμός
- Εγκέφαλος
- Μπουφές
- τάπα
- μπαντ
- μπαστούνι
- κλαμπ
- κονκ
- κρέμα
- ρόπαλο
- μανσέτα
- Κατάστρωμα
- χωματερή
- έπεσε
- ανεμίζω
- μαστίγιο
- δάπεδο
- σπρώχνω
- Γόνατο
- καταρρίπτω
- Δαντέλα
- λοιδορώ
- επικρίνω
- Μάστιγα
- επίπεδο
- τσαλακώνω
- μαυλί
- Γούνα
- Πιπέρι
- σφαιρίδιο
- σπρώχνω
- τραχύς
- χυμός
- Γρατζουνιά
- κρανίο
- Κατηγορία
- έλκηθρο
- σφυρί
- δόρυ
- Γραμματόσημο
- Νύχτιο δέσιμο
- διακόπτης
- θράσι
- φάλαινα
- μαστίγιο
- Μπόλ (προς τα κάτω ή προς τα πάνω)
- κρέμασε ένα
Nearest Words of zap
- zanzibar copal => Κόπαλη Ζανζιβάρης
- zanzibar => Ζανζιβάρη
- zanyism => ανοησία
- zany => τρελός
- zanuck => Ζανουκ
- zantiot => Ζαντιώτης
- zanthoxylum fraxineum => Ξανθοξυλον το στάχτινον
- zanthoxylum flavum => Ξανθοξύλον το κίτρινον
- zanthoxylum clava-herculis => Ξανθοξύλο
- zanthoxylum americanum => Ξανθοξύλο το αμερικανικό
Definitions and Meaning of zap in English
zap (n)
a sudden event that imparts energy or excitement, usually with a dramatic impact
zap (v)
strike suddenly and with force
kill with or as if with a burst of gunfire or electric current or as if by shooting
strike at with firepower or bombs
cook or heat in a microwave oven
FAQs About the word zap
ζαπ
a sudden event that imparts energy or excitement, usually with a dramatic impact, strike suddenly and with force, kill with or as if with a burst of gunfire or
μπανγκ,χειροκρότημα,κλιπ,ρωγμή,χτύπημα,κλοτσιά,χτυπάω,λίρα,γροθιά,χτύπημα
No antonyms found.
zanzibar copal => Κόπαλη Ζανζιβάρης, zanzibar => Ζανζιβάρη, zanyism => ανοησία, zany => τρελός, zanuck => Ζανουκ,