Greek Meaning of sledge
έλκηθρο
Other Greek words related to έλκηθρο
- Φασόλι
- Εγκέφαλος
- μπαστούνι
- κλαμπ
- ρόπαλο
- Κατάστρωμα
- ανεμίζω
- μαστίγιο
- Μάστιγα
- χυμός
- κρανίο
- Κατηγορία
- σφυρί
- δόρυ
- μαχαιριά
- διακόπτης
- θράσι
- μαστίγιο
- εξόγκωμα
- μπαντ
- κονκ
- κρέμα
- χωματερή
- έπεσε
- κλικ
- δάπεδο
- σφυρί
- τσίμπημα
- σπρώχνω
- κλοτσιά
- Γόνατο
- καταρρίπτω
- επίπεδο
- μαυλί
- τσιμπάω
- σπρώχνω
- σπρώχνω
- λαγουδογροθιά
- τραχύς
- ώθηση
- Γραμματόσημο
- Εγκεφαλικό επεισόδιο
- Νύχτιο δέσιμο
- Βρύση
- Μπόλ (προς τα κάτω ή προς τα πάνω)
- μπανγκ
- bash
- νυχτερίδα
- Ζύμη
- ρυθμός
- ζώνη
- ρόπαλο
- Μπομπ
- μπογκ
- μποπ
- κουτί
- Μπουφές
- τάπα
- κόβω
- χειροκρότημα
- κλιπ
- δείρω
- Ρολόι
- επιρροή
- ρωγμή
- μανσέτα
- χτύπημα
- χτυπάω
- Δαντέλα
- λοιδορώ
- επικρίνω
- τσαλακώνω
- Καρφί
- επικόλληση
- Γούνα
- Πιπέρι
- σφαιρίδιο
- λίρα
- χτυπάω
- γροθιά
- Ραπ
- Γρατζουνιά
- χτύπημα
- Χαστούκι
- Σλόγκαν
- γυμνοσάλιαγκας
- χαστούκι
- τιμωρεί
- κάλτσα
- Απεργία
- SWAT
- σάρωση
- ετικέτα
- κτύπημα
- χτύπημα
- Ράπισμα
- χτύπημα
- φάλαινα
- ζαπ
Nearest Words of sledge
Definitions and Meaning of sledge in English
sledge (n)
a vehicle mounted on runners and pulled by horses or dogs; for transportation over snow
a heavy long-handled hammer used to drive stakes or wedges
sledge (v)
transport in a sleigh
ride in or travel with a sledge
beat with a sledgehammer
sledge (n.)
A strong vehicle with low runners or low wheels; or one without wheels or runners, made of plank slightly turned up at one end, used for transporting loads upon the snow, ice, or bare ground; a sled.
A hurdle on which, formerly, traitors were drawn to the place of execution.
A sleigh.
A game at cards; -- called also old sledge, and all fours.
sledge (v. i. & t.)
To travel or convey in a sledge or sledges.
sledge (v. t.)
A large, heavy hammer, usually wielded with both hands; -- called also sledge hammer.
FAQs About the word sledge
έλκηθρο
a vehicle mounted on runners and pulled by horses or dogs; for transportation over snow, a heavy long-handled hammer used to drive stakes or wedges, transport i
Φασόλι,Εγκέφαλος,μπαστούνι,κλαμπ,ρόπαλο,Κατάστρωμα,ανεμίζω,μαστίγιο,Μάστιγα,χυμός
No antonyms found.
sledding => έλκηθρο, sledder => έλκηθρο, sledded => έκανε έλκηθρο, sled dog => σκύλος έλκηθρου, sled => έλκηθρο,