Greek Meaning of whoremaster
whoremaster
Other Greek words related to whoremaster
Nearest Words of whoremaster
- whorl => Δίνη
- whorled => διατεταγμένος κατ' όροφους, δινωτός
- whorled aster => Αστερία η δινωτή
- whorled caraway => Κύμινο στρεπτό
- whorled loosestrife => Λυσιμαχία η δακτυλιοειδής
- whorled milkweed => Ασκλήπιας η σπονδυλωτή
- whorler => Άνθος
- whorlywort => βατόμουρο
- whort => w-h-o-r-t
- whortle => μύρτιλλο
Definitions and Meaning of whoremaster in English
whoremaster (n)
a prostitute's customer
a pimp who procures whores
FAQs About the word whoremaster
Definition not available
a prostitute's customer, a pimp who procures whores
ερωτευμένος,γυναικάς,άσωτος,Ντον Τζουάν,εραστής,ρομαντικός,Ρωμαίος,Κάζανοβας (Kazanovas),γενναιοδωρος,γυναικάς
No antonyms found.
whorehouse => Πορνείο, whopping => τεράστιος, whopper => ψευδάρα, whoot => γιού, whoosh => σφύριγμα,