Greek Meaning of whort
w-h-o-r-t
Other Greek words related to w-h-o-r-t
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of whort
- whorlywort => βατόμουρο
- whorler => Άνθος
- whorled milkweed => Ασκλήπιας η σπονδυλωτή
- whorled loosestrife => Λυσιμαχία η δακτυλιοειδής
- whorled caraway => Κύμινο στρεπτό
- whorled aster => Αστερία η δινωτή
- whorled => διατεταγμένος κατ' όροφους, δινωτός
- whorl => Δίνη
- whorehouse => Πορνείο
- whopping => τεράστιος
Definitions and Meaning of whort in English
whort (n.)
The whortleberry, or bilberry. See Whortleberry (a).
FAQs About the word whort
w-h-o-r-t
The whortleberry, or bilberry. See Whortleberry (a).
No synonyms found.
No antonyms found.
whorlywort => βατόμουρο, whorler => Άνθος, whorled milkweed => Ασκλήπιας η σπονδυλωτή, whorled loosestrife => Λυσιμαχία η δακτυλιοειδής, whorled caraway => Κύμινο στρεπτό,