Greek Meaning of white-headed

Λευκοκέφαλος

Other Greek words related to Λευκοκέφαλος

Definitions and Meaning of white-headed in English

white-headed

specially favored, having the hair, fur, or plumage of the head white or very light

FAQs About the word white-headed

Λευκοκέφαλος

specially favored, having the hair, fur, or plumage of the head white or very light

αγαπημένος,πολύτιμος,αγαπητέ,αγαπημένος,αγαπημένος,πολύτιμος,ιδιαίτερος,γλυκό,θαυμαστός,λατρεμένος

αποτρόπαιος,περιφρονημένος,μισητός,αποδοκιμασμένο,αντιπαθής,ξεχασμένος,αγαπητός,εγκαταλελειμμένος,βδελυρός,αλλοτριωμένος

white-faced => Ασπροπρόσωπος, whitecaps => Αφροί, whitebeards => λευκόγενεις, white lightning => λευκή αστραπή, white flags => Λευκές σημαίες,