Greek Meaning of wage slaves

Μισθωτοί δούλοι

Other Greek words related to Μισθωτοί δούλοι

Definitions and Meaning of wage slaves in English

wage slaves

a person dependent on wages or a salary for a livelihood

FAQs About the word wage slaves

Μισθωτοί δούλοι

a person dependent on wages or a salary for a livelihood

εργαζόμενοι,εργαζόμενοι,workingwomen,εργάτριες,συνάδελφοι,συνάδελφοι,συνάδελφοι,υπάλληλοι,Σιδηροδρομικοί εργάτες,Λάρβες

εργοδότες,αφεντικά,ανώτεροι,επιβλέποντες,Επιθεωρητές

wage slave => Δούλος του μισθού, wage earners => εργαζόμενοι, wafts => δισκορφεί, waffling => διστακτικός, waffles => Βάφλες,