Greek Meaning of verticalness

καθετότητα

Other Greek words related to καθετότητα

Definitions and Meaning of verticalness in English

Wordnet

verticalness (n)

position at right angles to the horizon

Webster

verticalness (n.)

Quality or state of being vertical.

FAQs About the word verticalness

καθετότητα

position at right angles to the horizonQuality or state of being vertical.

όρθιος,κάθετος,όρθιος,κατακόρυφος,ανυψωμένος,κατακόρυφος,ανυψωμένο,Υψηλός,ελεύθερος,ημιορθωμένο

επίπεδος,ξαπλωμένο,διαγώνιος,κρεμαστό,προσκυνημένος,χαλαρός,κλίση,λοξός,κατακείμενος ανάσκελα,πλάγιος

vertically => κάθετα, verticality => κάθετη, vertical union => Καθετοποιημένο συνδικάτο, vertical tail => Καθετή ουρά, vertical surface => κατακόρυφη επιφάνεια,