Greek Meaning of twerps

twerps

Other Greek words related to twerps

Definitions and Meaning of twerps in English

twerps

a silly or unimportant person, a silly, insignificant, or contemptible person

FAQs About the word twerps

Definition not available

a silly or unimportant person, a silly, insignificant, or contemptible person

κανείς,κώδικες,νάνοι,έντομα,ελαφρά βάρη,γαρίδες,νάνοι,μηδαμινότητες,ακυρότητες,αριθμοί

Διασημότητες,εξοχότητες,ηγέτες,προσωπικότητες,μπιγκ σότς,μεγάλο αφεντικό | μεγάλο ψάρι | χοντρή γάτα,αρχηγοί,αριθμοί,κεφάλια,μεγιστάνες

tweeting => tweeτάροντας, tweeted => τουίταρε, tweens => Παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο παιδικής και εφηβικής ηλικίας, tweaks => μικροδιορθώσεις, tweaking => Ρύθμιση,