Greek Meaning of togo
Τόγκο
Other Greek words related to Τόγκο
- έλεγχος
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- μένω
- στάση
- μένω
- σταματάω
- σύλληψη
- βαλκ
- μπλοκ
- σταματάω
- καθυστέρηση
- καθυστερώ
- σταματώ
- απέχω
- αναστέλλω
- διακόπτης
- εμποδίζω
- καταπιέζω
- Καθυστερημένος
- περίπτερο
- στέλεχος
- καταπιέζω
- περιμένω
- Αργός (επιβραδύνει ή επιταχύνει)
- κράμπα
- καλάθι δώρων
- αφήνω κάτι
- δαγκάνοντας
- παύση
- οπισθοχωρώ
- ακροβατικό
Nearest Words of togo
Definitions and Meaning of togo in English
togo (n)
a republic on the western coast of Africa on the Gulf of Guinea; formerly under French control
FAQs About the word togo
Τόγκο
a republic on the western coast of Africa on the Gulf of Guinea; formerly under French control
έλα,κάνω,Μάρτιος,προχωρώ,Πρόοδος,πρόοδος,έλα,τιμή,σφυρηλατώ,Κερδίζω έδαφος
έλεγχος,εμποδίζω,εμποδίζω,μένω,στάση,μένω,σταματάω,σύλληψη,βαλκ,μπλοκ
togider => μαζί, toght => σβήνω, toggle switch => Διακόπτης ταλάντωσης, toggle joint => Μοχλικός σύνδεσμος, toggle bolt => Βύσμα πεταλούδα,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)