Greek Meaning of titularly
ονομαστικά
Other Greek words related to ονομαστικά
Nearest Words of titularly
- titulary => τιτλούχος
- tituled => με τίτλο
- titus => Τίτος
- titus flavius domitianus => Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός
- titus flavius sabinus vespasianus => Τίτος Φλάβιος Σαβῖνος Ουεσπασιανός
- titus flavius vespasianus => Τίτος Φλάβιος Ουεσπασιανός
- titus livius => Τίτος Λίβιος
- titus lucretius carus => Τίτος Λουκρήτιος Κάρος
- titus maccius plautus => Τίτος Μάκκιος Πλαύτος
- titus oates => Titus Oates
Definitions and Meaning of titularly in English
titularly (adv.)
In a titular manner; nominally; by title only.
FAQs About the word titularly
ονομαστικά
In a titular manner; nominally; by title only.
ονομαστική,επίσημος,Φαινομενικός,χαρτί,υποτιθέμενος,υποτίθεται,εικονική,φαινομενικός,υποθετικός,εμφανής
πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πραγματικός
titularity => τιμή, titularies => τιμητικοί, titular => ονομαστικός, titubation => Τίναγμα , titubate => διστάζω,