FAQs About the word thumbing

ανάρτηση

of Thumb

ωτο-στόπ,άστεγος,αεροπειρατεία,ώτοστοπ,αεροπειρατεία,λαθρεπιβάτης

σπουδάζει,να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)

thumbhole => τρύπα για τον αντίχειρα, thumbed => ξεφύλλιζε, thumb index => Ευρετήριο του αντίχειρα, thumb => Αντίχειρας, thulium => Θόλιο,