Greek Meaning of tasking
εργασίες
Other Greek words related to εργασίες
Nearest Words of tasking
Definitions and Meaning of tasking in English
tasking (p. pr. & vb. n.)
of Task
FAQs About the word tasking
εργασίες
of Task
ανάθεσης,φόρτιση,εμπιστευμένος,θέση σε λειτουργία,επιβλητικός,αξιόπιστος,εμπιστευτικός,εκχώρηση,κατανομή,εξουσιοδοτώντας
No antonyms found.
tasker => εργασία, taskent => Τασκένδη, tasked => αναθέτω, task wage => Μισθός ανά εργασία, task force => ειδική ομάδα,